- αντιφέγγισμα
- τοανταύγεια, φεγγοβολιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιφεγγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ιάκωβο Πολυλά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανταύγεια — η (Α ἀνταύγεια και γία) [ανταυγής] αντιφέγγισμα, λάμψη … Dictionary of Greek
αντιλάρισμα — το το αντιφέγγισμα, η τρεμάμενη ανάκλαση της φλόγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιλαρός «λαμπερός» (γι αυτό και η γραφή με ι ). Ο Στ. Αλεξίου συσχετίζει περαιτέρω τη λ. εξηγώντας έτσι τη σημασία «η κοκκινωπή τρεμάμενη λάμψη και αντανάκλαση της φλόγας».… … Dictionary of Greek
ανταύγεια — η αντιφέγγισμα, λαμποκόπημα: Πολύ μεγάλη ήταν η ανταύγεια από την ανοιξιάτικη αστροφεγγιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιφεγγιά — αντιφεγγιά, η και αντιφέγγισμα, το η αντανάκλαση του φωτός, το αντιφώτισμα: Η αντιφεγγιά των νερών της λίμνης απ το φως των άστρων ήταν έντονη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποφεγγιά — αποφεγγιά, η και απόφεγγο, το το λιγοστό φως, απολαμπίδα, αντιφέγγισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)